τλάθυμος

τλάθυμος
τλᾱθῡμος, -ον
1 persevering

ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.15

κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τλάθυμος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. τλήθυμος …   Dictionary of Greek

  • τλάθυμος — τλά̱θῡμος , τλήθυμος of enduring soul masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τλήθυμος — και δωρ. τ. τλάθυμος, ον, Α 1. καρτερόψυχος, υπομονητικός 2. ισχυρός, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη /τλᾱ , που ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα τελᾱ τού επιθ. τάλας (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, βλ. λ. τάλας) + θυμός (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”